
ΑΡΘΡΑ
Άρθρο
«Μεταξύ αβύσσου και ποίησης»

Έξεις σε λέξεις τιτλοφορείται η νέα ποιητική συλλογή του Γιάννη Τσίγκρη στην οποία ο ποιητής σε, κατά κύριο λόγο, σύντομα ποιήματα ισορροπημένα και μοιρασμένα μεταξύ ομοιοκατάληκτου και ελεύθερου στίχου, με γραφή άλλοτε λυρική και ρομαντική και άλλοτε πυκνή και στοχαστική μάς παρουσιάζει τα συστατικά στοιχεία του ανθρώπινου έθους. Μετερχόμενος την αριστοτελική θεωρία για την έξιν, τη συνήθεια, δηλαδή, που αποκτάται από τη συνεχή άσκηση σχετικά με γνωρίσματα τα οποία ο άνθρωπος δεν έχει εκ γενετής αλλά μέσω του εθισμού τα καλλιεργεί και τα αναπτύσσει, ο Τσίγκρης στα ποιητικά κείμενα της συλλογής μάς εισάγει στη δική του, προσωπική συγκομιδή. Διατρέχοντας τη συλλογή, παρατηρούμε και κατανοούμε καλύτερα τη σοδειά του. Και πρόκειται, σίγουρα, για μια πλούσια σοδειά ξοδεμένη και αφιερωμένη στη Ζωή και την Ποίηση. Ο ποιητής, άλλωστε, το δηλώνει εμφανώς, τον ενδιαφέρει η Ζωή σε όλες τις μορφές της, σε όλες τις εκφάνσεις της, χωρίς φόβο, χωρίς δειλία. Τον ενδιαφέρει όλη η Ζωή προτού προλάβουν και την τυφλώσουν/ οι μαινόμενες αμμοθύελλες[1]. Είναι χαρακτηριστική η καββαδιακή επιρροή, καθώς η ζωή ταιριάζει καλύτερα στη θάλασσα με την αγνότητα, την αυθεντικότητά της παρά στις κακότροπες και αφιλόξενες στεριές. Το ποιητικό υποκείμενο με την πείρα του χρόνου – θέμα που επανέρχεται συνεχώς στην ποίησή του και θα το θίξουμε παρακάτω – γνωρίζει να διακρίνει το απόσταγμα της ζωής: Φύκια οι στιγμές,/ ξέρα η ζωή.[2]
Ο χρόνος θεματοποιείται ποικιλοτρόπως στην ποίηση του Τσίγκρη. Η πόλη τρέχει βιαστικά στο μούχρωμα της μέρας/χωρίς να ξέρει αν θα βρει νυχτιές ευτυχισμένες,/φυλώντας σε στιγμών σπηλιά της λησμονιάς το τέρας.[3] Είναι εμφανής η αναφορά στο παρελθόν, στη μνήμη και στην αγωνία να διατηρηθεί και να μην κατρακυλήσει στις ατραπούς της λήθης. Ένας παλιός τηλέγραφος στον τοίχο στολισμένος/ το παρελθόν ανιστορεί σε λόγια πια αντίκες.[4] Το παρελθόν ταυτίζεται με την παιδική αθωότητα, τα χρόνια της ξεγνοιασιάς και της ανεμελιάς που έχουν περάσει ανεπιστρεπτί: Κρύφτηκα σβέλτα στο μικρό σεντούκι/ που ʼχα βαλμένα παιδί τα όνειρά μου.[5] Ενώ, παράλληλα, είναι διακριτή η ευμεταβλητότητα, το γύρισμα του χρόνου με ό,τι απροσδόκητο φέρει μαζί του: Όλα χορεύουν χαρούμενα στον χρόνο/ που αλλάζει όψη κάθε δευτερόλεπτο[6]. Κάποια βόλτα μες στο χρόνο, στη χαρά, στο φως, στον πόνο.[7] Ο χρόνος συμπαρασύρει τη ζωή και, κυρίως, τις στιγμές που αξίζει να θυμάται κανείς: Έλουσα την ανέμελη Ζωή […] Μου πήρε βέβαια χρόνο ο Χρόνος.[8]
Κυρίαρχη στην ποίηση του Τσίγκρη είναι η παρουσία του ονείρου. Η αξιοποίηση των ονείρων και του υποσυνειδήτου αποτελεί ένα από τα δομικά υλικά της ποίησής του και, βέβαια, έχει μακραίωνη λογοτεχνική παράδοση. Κρύβονται τα όνειρα σε κούτες/ μήπως κι η ελπίδα ζεσταθεί.[9] Το όνειρο συνδέεται με μια εν πολλοίς χαμένη πλέον ελπίδα, με μια γαλήνια κατάσταση η οποία ανήκει στο παρελθόν και επιστρέφει μέσω του ονείρου στην ποιητική μνήμη. Χλωμά τα όνειρα κουρνιάσαν/ στου μισεμού την προκυμαία.[10] Η μοναξιά, η ματαίωση αλλά και η αποξένωση εκφράζονται από το ποιητικό υποκείμενο με αφορμή το όνειρο. Ένα γεφύρι/ μισοσπασμένο/ στην ερημιά /κρατά του ονείρου/ τις χαράδρες/ ενωμένες/για να περνάει/ από πάνω/ η μοναξιά.[11] Η δε ανάγκη της ύπαρξης ονείρων ως αντιστάθμισμα στη μονότονη και πεζή ζωή είναι απολύτως φανερή. Το όνειρο λειτουργεί ως δίοδος για επιστροφή στη νιότη και ως φάρμακο για την αντιμετώπιση της πενιχρής και αποστεωμένης παροντικής συνθήκης: Όσο μεγαλώνω/ γίνομαι/ ρακοσυλλέκτης/ πεταμένων/ ονείρων/ στους κάδους/ της νιότης.[12] Ο λόγος είναι λιτός και κοφτός, ενώ ο στίχος είναι συχνά διακοπτόμενος εξαιτίας του διασκελισμού και γι’ αυτό το λόγο ο ρυθμός είναι γοργός, σα να βιάζεται να φτάσει στο τέλος, στην τελεία, στην κραυγή και την κάθαρση.
Από την ποίηση του Τσίγκρη δε λείπει, ασφαλώς, η κοινωνική διάσταση. Ο ποιητής τάσσεται με την πλευρά των κατατρεγμένων, των ανθρώπων που αγωνίζονται στην καθημερινή βιοπάλη, του λαού που ταλαιπωρείται, που εξοντώνεται στο βωμό του κάθε είδους κατεστημένου: Κι έπειτα πάλι βάγια/ για “ξεκάρφωμα”/στο κάρφωμα των λαών.[13]Παύση βοώντος/ υπό το μένος/ των εν αδίκω […] Οι κρατούντες,/ αποποιούμενοι/ ευθυνών,/ σταυρώνουν/ μέχρι σήμερα.[14] Οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, οι εργαζόμενοι, οι εργάτες μοχθούν καθημερινά γυρεύοντας καταφύγιο σε ανήλιαγα δωμάτια, σε αγάπες γνήσιες και νυχτερινούς πόθους‧ όμως, τα χρόνια περνούν, μαζί με τις ελπίδες: Κατάχαμα σωριάστηκαν ανθρώπινες πνοές/ βάφοντας μαύρο τ’ όνειρο που φώτιζε φεγγάρια […] Στα καλντερίμια της φυγής άλλοτε μέσα ζούσαν/ πλάνες αγάπες και φιλιά μιας άλλης εποχής […] Τα χρόνια πέρασαν γοργά σαν ελαφρό αγέρι.[15] Είναι αισθητή η προσπάθεια για απόδραση απ’ αυτόν τον κόσμο, η ελπίδα που καταντά ψευδαίσθηση με το πέρας του χρόνου. Ο γκρίζος κόσμος δε θα αλλάξει, τα φτωχά καρβέλια θα πληθαίνουν και οι ψευτοχαρές, μικρές και φευγαλέες, δε θα λείπουν, όπως δε θα λείπουν και οι φανφαρώδεις σαλτιμπάγκοι και οι πετρωμένοι κρετίνοι. Όμως το ποιητικό υποκείμενο αυτούς τους καταδικάζει, όπως οφείλει να κάνει και ο λαός : Ας παίξουν μόνοι/ οι υποκριτές/ τη μιαρή/ τραγωδία τους.[16] Αξίζει εδώ να σημειωθεί η ποιητική αξιοποίηση του καρναβαλικού στοιχείου και των θεατρικών συμβάσεων. Είναι έκδηλη και, φυσικά, διαχρονικά επίκαιρη η ανάγκη για αλλαγή, καθώς το ανθρώπινο τείχος/ κομπάζει διάτρητο/ οδεύοντας ετοιμόρροπο/ προς κατάρρευση.[17]
Από την ποίηση του Τσίγκρη, όπως και από κάθε καλή και αληθινή ποίηση, δε θα μπορούσε να απουσιάζει ο έρωτας με τις ρομαντικές, λυρικές και μελαγχολικές προεκτάσεις του. Μέσα στη βροχερή μονότονη ζωή με τα άπιαστα όνειρα και τις ανέκφραστες μορφές υπάρχουν άνθρωποι που ερωτεύονται στο παρόν αλλά η έμφαση δίνεται και πάλι στο παρελθόν. Σε έρωτες περασμένους αλλά όχι λησμονημένους, οι οποίοι κατά κάποιο τρόπο ζωοδοτούν το ποιητικό υποκείμενο. Όταν θα σ’ έχω ερωτευτεί/ εγώ θα είμαι μακριά σου/ μα κάθε αυγή μοναχική/ θα κοινωνώ τα όνειρά σου.[18] Τελευταία αγκαλιά/ είσαι πάντα η πιο σφιχτή.[19] Το έντονο πάθος και οι θεριεμένοι έρωτες τρέφονται από αμέρωτες και απόμακρες χίμαιρες, ενώ οι εραστές πλανώνται τρωτοί και μπλεγμένοι στα γεννήματα του νου. Ο έρωτας, όμως, ανήκει κι αυτός στο παρελθόν, διότι στο παρόν πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν η σιωπή και ο φόβος: Πίσω από καλλωπιστικές φτέρες/ κρύφτηκε ο ξεραμένος πόθος/ αλλοτινών φλογερών ειδυλλίων,/ κουρνιάζοντας φοβισμένος/ στη σκιερή γωνιά της σιωπής.[20] Δεν είναι τυχαίο ότι η αγάπη και η συντροφικότητα συσχετίζονται στο ποίημα «νεκροφιλία» με τη νεκρή φύση, η οποία μάς παραπέμπει και στις εικαστικές τέχνες, ιδίως στη ζωγραφική.
Αξίζει, επιπλέον, να σημειωθεί ότι ο ποιητής στο δικό του προσωπικό ποιητικό σύμπαν, χρησιμοποιεί συχνά τις αισθήσεις (με έμφαση στην όραση), τα τέσσερα στοιχεία του σύμπαντος με εμφανή επιρροή από την προσωκρατική φιλοσοφία, και αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην αρμονία. Τα παραδείγματα ποικίλα: Το καρφωμένο βλέμμα σου/ μάρτυρας της ανάμνησης/ από τη χώρα της λήθης.[21] Πυρακτωμένες/ αισθήσεις/ ετοιμάζονται/ να βουτήξουν/ στη λίμνη/ του έρωτα.[22] Υγρό και Αέρας/ με δόση αναμνήσεων/ δεσπόζουν/ στην παραδομένη/ απόλαυση.[23] Η ψυχή μου καθαρό ματζόρε και μινόρε./ Έλυσα τις ασκήσεις αρμονίας.[24] Στους κήπους μιας αρμονίας/ συγκεχυμένης και πρωτόγνωρης.[25] Με όπλο τη μουσική ο ποιητής μάς δηλώνει ότι η αρμονία της ψυχής, η ισορροπία στον άξονα του χρόνου αλλά και η βίωση των συναισθημάτων με πρώτο τον έρωτα, αποτελούν σίγουρα έξεις τις οποίες ο άνθρωπος καλλιεργεί στην γκρίζα και λυπημένη ζωή του.
Τέλος, ο ίδιος ο ποιητής ακροβατεί μεταξύ αβύσσου και ποίησης παλεύοντας να φτάσει στη δική του αλήθεια. Σ’ ένα γραφείο μόνος μου/ τις σκέψεις μου συμμαζεύω […] Αργές εκφράσεις φτάνουνε/ τη δίψα μου να σβήσουν.[26] Καιροφυλακτεί να διατηρήσει άσβεστο το φως του νου με τη συντροφιά της (ποιητικής) πένας χαμένος σε λογισμούς. Είναι η ποιητική τέχνη κάτι που γνωρίζει πολύ καλά και είναι, βέβαιο, ότι θα επιμείνει σε αυτήν παρά τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιξοότητες. Εξάλλου, μάς το δηλώνει απερίφραστα: Κρύωσα ως το κόκκαλο μα πάλι ορθωμένος/ θα πλέκω ύμνους στο μικρό πέρασμα της στιγμής.[27].
Δημήτρης Μπαλτάς (Φιλόλογος – συγγραφέας)



